Αμέλαντες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Αμέλαντες | ||
γενική | των | Αμελάντων | ||
αιτιατική | τις | Αμέλαντες | ||
κλητική | Αμέλαντες | |||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αμέλαντες < μέλας• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈme.lan.des/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μέ‐λα‐ντες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑμέλαντες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Ἀμέλανται (καθαρεύουσα)