Αλτιπαρμάκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αλτιπαρμάκης < παρωνύμιο οθωμανική τουρκική آلتی پرمق (altı parmak, έξι δάκτυλα), στην τουρκική γλώσσα altıparmak (εξαδάκτυλος) (και ως επώνυμο Altıparmak) + -άκης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλτιπαρμάκης αρσενικό (θηλυκό Αλτιπαρμάκη)
- τουρκικής προέλευσης ανδρικό επώνυμο, σημασιολογικά αντίστοιχο του επωνύμου Εξαδάκτυλος