Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλγερίνα οι Αλγερίνες
      γενική της Αλγερίνας των Αλγερίνων
    αιτιατική την Αλγερίνα τις Αλγερίνες
     κλητική Αλγερίνα Αλγερίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλγερίνα < Αλγερίν(ος) + κατάληξη θηλυκού [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.ʝeˈɾi.na/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλ‐γε‐ρί‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλγερίνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΑλγερίναΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας