↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αλέστια
      γενική των Αλεστίων
    αιτιατική τα Αλέστια
     κλητική Αλέστια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αλέστια < σλαβικής προέλευσης leščьje (τόπος με φουντουκιές)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈle.sti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐λέ‐στι‐α

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αλέστια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία