Αιγαλιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αιγαλιώτισσα < Αιγαλιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < Αιγάλεω < αρχαία ελληνική Αἰγάλεων < Αἰγάλεως < αἴξ + λεώς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑιγαλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αιγαλιώτης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αιγωλιώτης
Αιγαλιώτισσα
|