Αἰγάλεων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Αἰγάλεων | ||
γενική | τοῦ | Αἰγάλεω | ||
δοτική | τῷ | Αἰγάλεῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Αἰγάλεων | ||
κλητική ὦ! | Αἰγάλεων | |||
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'ἀνώγεων' όπως «ἀνώγεων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑἰγάλεων ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑἰγάλεων αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- Αἰγάλεως (& Αἰγάλεων) - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.