Αετόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αετόπουλος | οι | Αετόπουλοι & Αετοπουλαίοι1 |
γενική | του | Αετόπουλου & Αετοπούλου |
των | Αετόπουλων2 & Αετοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αετόπουλο | τους | Αετόπουλους3 & Αετοπουλαίους |
κλητική | Αετόπουλε | Αετόπουλοι & Αετοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αετοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αετοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.eˈto.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ε‐τό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑετόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αετοπούλου)