Αγρινιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈɲo.tis/
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑγρινιώτης αρσενικό (θηλυκό Αγρινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από το Αγρίνιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αγρινιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγρινιώτης | οι | Αγρινιώτηδες |
γενική | του | Αγρινιώτη* | των | Αγρινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αγρινιώτη | τους | Αγρινιώτηδες |
κλητική | Αγρινιώτη | Αγρινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αγρινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αγρινιώτης < πατριδωνυμικό Αγρινιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγρινιώτης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Αγρινιώτη ή Αγρινιώτου)