Αγραδούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγραδούλα | οι | Αγραδούλες |
γενική | της | Αγραδούλας | — | |
αιτιατική | την | Αγραδούλα | τις | Αγραδούλες |
κλητική | Αγραδούλα | Αγραδούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγραδούλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾaˈðu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γρα‐δού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγραδούλα θηλυκό