Ίτσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ίτσιος | οι | Ίτσιοι |
γενική | του | Ίτσιου | των | Ίτσιων |
αιτιατική | τον | Ίτσιο | τους | Ίτσιους |
κλητική | Ίτσιο | Ίτσιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ίτσιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.t͡sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ί‐τσιος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ίτσιος αρσενικό (θηλυκό Ίτσιου)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Δημήτριος Ίτσιος στη Βικιπαίδεια (1906-1941), Έλληνας στρατιωτικός