Ίτσιου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ίτσιου < γενική ενικού του αρσενικού Ίτσιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.t͡sçu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ί‐τσιου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ίτσιου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ίτσιου αρσενικό