Άβορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άβορος | οι | Άβοροι |
γενική | του | Αβόρου | των | Αβόρων |
αιτιατική | τον | Άβορο | τους | Αβόρους |
κλητική | Άβορε | Άβοροι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Άβορος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.vo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐βο‐ρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆβορος αρσενικό