Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

środowiskowy < środowisko (pl)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌɕrɔdɔvʲiˈskɔvɨ/

  Επίθετο επεξεργασία

środowiskowy (pl)

  1. ο σχετικός ή αναφερόμενος στο περιβάλλον, περιβαλλοντικός
  2. (γλωσσολογία) (όρος) που χρησιμοποιείται μόνο σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (π.χ. χρησιμοποιείται από τους ψαράδες)

Κλίση επεξεργασία