wskazówka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wskazówka | wskazówki |
γενική | wskazówki | wskazówek |
δοτική | wskazówce | wskazówkom |
αιτιατική | wskazówkę | wskazówki |
οργανική | wskazówką | wskazówkami |
τοπική | wskazówce | wskazówkach |
κλητική | wskazówko | wskazówki |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fskaˈzufka/
Ουσιαστικό επεξεργασία
wskazówka (pl) θηλυκό