Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wskazówka wskazówki
γενική wskazówki wskazówek
δοτική wskazówce wskazówkom
αιτιατική wskazów wskazówki
οργανική wskazów wskazówkami
τοπική wskazówce wskazówkach
κλητική wskazówko wskazówki

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fskaˈzufka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wskazówka (pl) θηλυκό

  1. ο δείκτης, το κινητό εξάρτημα σε όργανο μετρήσεως
  2. η οδηγία, η υπόδειξη