worthless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | worthless |
συγκριτικός | more worthless / worthlesser |
υπερθετικός | most worthless / worthlessest |
Οι δεύτεροι τύποι, ανεπίσημοι ή αντικανονικοί. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- worthless < (κληρονομημένο) μέση αγγλική *worthles < αγγλοσαξονική weorþlēas. Μορφολογικά αναλύεται σε worth + -less. (μαρτυρείται από το 1577 περίπου)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαworthless (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- worthless - Cambridge Dictionary online
- worthless - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022