Δείτε επίσης: Victor

  Ετυμολογία

επεξεργασία
victor < (άμεσο δάνειο) λατινική victor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvɪk.tə(ɹ)/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

victor (en) (πληθυντικός victors)

  1. ο νικητής
  2. το γράμμα V στο φωνητικό αλφάβητο του NATO



  Ετυμολογία

επεξεργασία
victor < vinco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- (νικώ, καταβάλλω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

victor (la) αρσενικό (θηλυκό victrix)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική victor victorēs
γενική victoris victorum
δοτική victorī victoribus
αιτιατική victorem victorēs
κλητική victor victorēs
αφαιρετική victore victoribus
(γ' κλίση)

  Επίθετο

επεξεργασία

victor (la)

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική victor victor victor victorēs victorēs victoria
γενική victoris victoris victoris victorium victorium victorium
δοτική victorī victorī victorī victoribus victoribus victoribus
αιτιατική victorem victorem victor victorēs victorēs victoria
κλητική victor victor victor victorēs victorēs victoria
αφαιρετική victorī victorī victorī victoribus victoribus victoribus
(Τριτόκλιτα επίθετα)