Ετυμολογία

επεξεργασία
vinco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- (νικώ, καταβάλλω)

vinco

  1. νικώ
  2. κατακτώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία