sprawa
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sprawa | sprawy |
γενική | sprawy | spraw |
δοτική | sprawie | sprawom |
αιτιατική | sprawę | sprawy |
οργανική | sprawą | sprawami |
τοπική | sprawie | sprawach |
κλητική | sprawo | sprawy |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsprawa (pl) θηλυκό