sabir
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sabir | sabirs |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sabir (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) γλωσσολογικό σύστημα που χρησιμοποιείται στις εμπορικές συνδιαλλαγές και που αποτελείται από μερικούς μόνο κανόνες γραμματικής και ένα βασικό εμπορικό λεξιλόγιο
- (κατʼ επέκταση) (σκωπτικό) υβριδικό σύστημα επικοινωνίας αποτελούμενο από δάνεια διαφόρων προελεύσεων και που είναι δύσκολα αντιληπτό