ενικός         πληθυντικός  
sabir sabirs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sabir (fr) αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) γλωσσολογικό σύστημα που χρησιμοποιείται στις εμπορικές συνδιαλλαγές και που αποτελείται από μερικούς μόνο κανόνες γραμματικής και ένα βασικό εμπορικό λεξιλόγιο
  2. (κατ’ επέκταση, σκωπτικό) υβριδικό σύστημα επικοινωνίας αποτελούμενο από δάνεια διαφόρων προελεύσεων και που είναι δύσκολα αντιληπτό
    → δείτε τις λέξεις baragouin, charabia και jargon

Δείτε επίσης

επεξεργασία