Ετυμολογία

επεξεργασία
langue véhiculaire → δείτε τις λέξεις langue και véhiculaire

  Έκφραση

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
langue véhiculaire langues véhiculaires

langue véhiculaire (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία