missa
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- missa < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής missus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmissa
- (εκκλησιαστικά λατινικά) απόλυση (της λειτουργίας)
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαmissa
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | missa | missae |
γενική | missae | missārum |
δοτική | missae | missīs |
αιτιατική | missam | missās |
κλητική | missa | missae |
αφαιρετική | missā | missīs |
Πηγές
επεξεργασία- missa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.