mieszkanie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mieszkanie | mieszkania |
γενική | mieszkania | mieszkań |
δοτική | mieszkaniu | mieszkaniom |
αιτιατική | mieszkanie | mieszkania |
οργανική | mieszkaniem | mieszkaniami |
τοπική | mieszkaniu | mieszkaniach |
κλητική | mieszkanie | mieszkania |
Ετυμολογία επεξεργασία
- mieszkanie < mieszkać
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mieszkanie (pl) ουδέτερο
- η κατοικία
- το διαμέρισμα