mieszkanka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mʲjɛˈʃkãɲɛt͡s̑/
- ⓘ
Ετυμολογία
επεξεργασίαmieszkanka (pl) < mieszkać (pl)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmieszkanka (pl) θηλυκό
- η κάτοικος
mieszkanka (pl) < mieszkać (pl)
mieszkanka (pl) θηλυκό