Δείτε επίσης: mătură
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική matura matury
γενική matury matur
δοτική maturze maturom
αιτιατική maturę matury
οργανική maturą maturami
τοπική maturze maturach
κλητική maturo matury

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

matura (pl) θηλυκό

  1. είδος μεταλυκειακών εξετάσεων που είναι υποχρεωτικό μόνο για όσους θέλουν να συνεχίσουν σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα
  2. το αντίστοιχο πτυχίο που παίρνουν όσοι περάσουν τις εξετάσεις αυτές

Αναφορές

επεξεργασία