matura
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- matura < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matura | matury |
γενική | matury | matur |
δοτική | maturze | maturom |
αιτιατική | maturę | matury |
οργανική | maturą | maturami |
τοπική | maturze | maturach |
κλητική | maturo | matury |