Ετυμολογία

επεξεργασία
limus < πρωτοϊταλική *līmos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Heh₃l-

  Επίθετο

επεξεργασία

limus (la)

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική limus lima limum limī limae lima
γενική limī limae limī limōrum limārum limōrum
δοτική limō limae limō limīs limīs limīs
αιτιατική limum limam limum limōs limās lima
κλητική lime lima limum limī limae lima
αφαιρετική limō limā limō limīs limīs limīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
limus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂leyH-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

limus (la) αρσενικό

  1. λάσπη, ιλύς
  2. (μεταφορικά) βρομιά
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική limus limī
γενική limī limōrum
δοτική limō limīs
αιτιατική limum limōs
κλητική lime limī
αφαιρετική limō limīs
(β' κλίση)