Δείτε επίσης: interesse, intéresse

  Ετυμολογία

επεξεργασία
intéressé < intéresser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ʁɛ.se/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό intéressé intéressés
θηλυκό intéressée intéressées
  1. ενδιαφερόμενος, που ενδιαφέρεται
    Il est intéressé par tout ce qui bouge. - Τον ενδιαφέρει το κάθε τι.
  2. συμφεροντολογικός
    Une question intéressée.
  3. (κατ’ επέκταση) εγωιστικός, άπληστος, ιδιοτελής
    Un comportement intéressé.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intéressé intéressés

intéressé (fr)

  1. (νομικός όρος) άτομο που υπερασπίζεται τα συμφέροντά του
    Le Conseil d'État rend, sur la demande des intéressés, des arrêts sur les pourvois introduits contre les actes et les décisions des fonctionnaires publics et sur certaines contestations électorales ou autres.
  2. άτομο για το οποίο γίνεται λόγος
    Mais où est l’intéressé ?

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
  1. αρσενικό της παθητικής μετοχής του ρήματος intéresser