désintéresser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- désintéresser < dés- + intéresser
Ρήμα
επεξεργασίαdésintéresser (fr)
- (μεταβατικό) ξεχρεώνω
- (pronominal: αντωνυμικό) αδιαφορώ (+ de)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- désintéresser - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- désintéresser - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé