Ετυμολογία

επεξεργασία
désintéresser < dés- + intéresser

désintéresser (fr)

  1. (μεταβατικό) ξεχρεώνω
  2. (pronominal: αντωνυμικό) αδιαφορώ (+ de)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία