intéressement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
intéressement | intéressements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
intéressement (fr) αρσενικό
- η δημιουργία κινήτρων για τη λειτουργία μιας εταιρίας μέσω της συμμετοχής του προσωπικού στα κέρδη της
ενικός | πληθυντικός |
intéressement | intéressements |
intéressement (fr) αρσενικό