Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hyperbole hyperboles

hyperbole (fr) θηλυκό

  1. η υπερβολή
     συνώνυμα: emphase, exagération
  2. (μαθηματικά) η υπερβολή
     δείτε τις λέξεις centre, conique, courbe, distance, foyer, géométrique, plan και point