hyperbole
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhyperbole (en)
- η υπερβολή
- (σχήμα λόγου) το σχήμα λόγου της υπερβολής
- (μαθηματικά) η υπερβολή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hyperbole | hyperboles |
hyperbole (fr) θηλυκό
- η υπερβολή
- (μαθηματικά) η υπερβολή