ὑπερβολή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὑπερβολή < ὑπερβάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑπερβολή
- το ξεπέρασμα, η υπέρβαση
- η πάροδος
- (ειδικότερα) το πέρασμα ανάμεσα σε βουνά
- η τελειότητα
- (αστρονομία) το ύψος ενός άστρου στον ουρανό