exagération
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- exagération < λατινική exaggeratio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛɡ.za.ʒe.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exagération | exagérations |
exagération (fr) θηλυκό
- η υπερβολή
ενικός | πληθυντικός |
exagération | exagérations |
exagération (fr) θηλυκό