foyer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- foyer < υστερολατινική focarius < λατινική focus
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: φουαγιέ
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- foyer - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- foyer - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ως ‹fuaje›