Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
foyer foyers

foyer (fr) αρσενικό

  1. η εστία
  2. το φουαγιέ, η σάλα, η αίθουσα όπου οι σύνεδροι ή οι μαθητές μπορούν να χαλαρώνουν
  3. το κυλικείο



ως ‹fuaje›

Ουσιαστικό

επεξεργασία

foyer (pl) ουδέτερο