furtum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- furtum < fūr (κλέπτης). → δείτε τον συγγενή όρο: αρχαία ελληνική φώρ (κλέφτης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfurtum (la) ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | furtum | furta |
γενική | furtī | furtōrum |
δοτική | furtō | furtīs |
αιτιατική | furtum | furta |
κλητική | furtum | furta |
αφαιρετική | furtō | furtīs |
Πηγές
επεξεργασία- furtum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.