Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fallow
συγκριτικός more fallow
υπερθετικός most fallow

fallow (en)

  1. σε αγρανάπαυση
  2. (μεταφορικά) άγονη (πχ οικονομική) περίοδος
  3. αγκάστρωτη γουρούνα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fallow fallows

fallow (en)

  1. (για τη γη)
    1. αγρανάπαυση
    2. γη σε αγρανάπαυση
    3. ακαλλιέργητη γη (όχι άγονη)
    4. προετοιμασία αγρανάπαυσης (όργωμα που μετά δεν ακολουθείται από συγκομιδή, οργανωμένη αγρανάπαυση)
  2. (χρώμα)
    1. ανοιχτό καφέ
      fallow (χρώμα):   
    2. κοκκινοκίτρινο
    3. (σχετικά σπανιότερα) γκριζοκαφέ
       συνώνυμα: dun
ενεστώτας fallow
γ΄ ενικό ενεστώτα fallows
αόριστος fallowed
παθητική μετοχή fallowed
ενεργητική μετοχή fallowing

fallow (en)