fallow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fallow |
συγκριτικός | more fallow |
υπερθετικός | most fallow |
fallow (en)
- σε αγρανάπαυση
- (μεταφορικά) άγονη (πχ οικονομική) περίοδος
- αγκάστρωτη γουρούνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fallow | fallows |
fallow (en)
- (για τη γη)
- αγρανάπαυση
- γη σε αγρανάπαυση
- ακαλλιέργητη γη (όχι άγονη)
- προετοιμασία αγρανάπαυσης (όργωμα που μετά δεν ακολουθείται από συγκομιδή, οργανωμένη αγρανάπαυση)
- (χρώμα)
- ανοιχτό καφέ
fallow (χρώμα): - κοκκινοκίτρινο
- (σχετικά σπανιότερα) γκριζοκαφέ
- ανοιχτό καφέ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fallow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fallows |
αόριστος | fallowed |
παθητική μετοχή | fallowed |
ενεργητική μετοχή | fallowing |
fallow (en)
- αφήνω σε αγρανάπαυση