Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

codeshare < code + share

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
codeshare codeshares

codeshare (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας codeshare
γ΄ ενικό ενεστώτα codeshares
αόριστος codeshared
παθητική μετοχή codeshared
ενεργητική μετοχή codesharing

codeshare (en)

  • αγοράζω χώρο από άλλη αεροπορική εταιρεία με τη μέθοδο του codeshare