Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. barrette < (άμεσο δάνειο) ιταλική barretta ή berretta
  2. barrette < barre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
barrette barrettes

barrette (fr) θηλυκό

  1. τριγωνικό ή τετραγωνικό καπέλο των ιερωμένων της καθολικής εκκλησίας
  2. καπέλο των καρδιναλίων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
barrette barrettes

barrette (fr) θηλυκό

  1. μεταλλικό εξάρτημα, μπάρα, που φοριέται σαν διακοσμητικό
  2. μεταλλικό κοκαλάκι που συγκρατεί τα μαλλιά
  3. μικρή ποσότητα χασίς με πρόσθετες ουσίες
  4. (πληροφορική) barrette (de mémoire): μπαρέτα μνήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών