barrette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- barrette < (άμεσο δάνειο) ιταλική barretta ή berretta
- barrette < barre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
barrette | barrettes |
barrette (fr) θηλυκό
- τριγωνικό ή τετραγωνικό καπέλο των ιερωμένων της καθολικής εκκλησίας
- καπέλο των καρδιναλίων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
barrette | barrettes |
barrette (fr) θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα, μπάρα, που φοριέται σαν διακοσμητικό
- μεταλλικό κοκαλάκι που συγκρατεί τα μαλλιά
- μικρή ποσότητα χασίς με πρόσθετες ουσίες
- (πληροφορική) barrette (de mémoire): μπαρέτα μνήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών