Versuchsflieger
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Versuchsflieger | die | Versuchsflieger |
γενική | des | Versuchsfliegers | der | Versuchsflieger |
δοτική | dem | Versuchsflieger | den | Versuchsfliegern |
αιτιατική | den | Versuchsflieger | die | Versuchsflieger |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαVersuchsflieger (de) αρσενικό