↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Flieger die Flieger
γενική des Fliegers der Flieger
δοτική dem Flieger den Fliegern
αιτιατική den Flieger die Flieger

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Flieger (de) αρσενικό (θηλυκό Fliegerin)

  1. ο αεροπόρος
  2. (επάγγελμα) ο πιλότος
 συνώνυμα: Pilot


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Flieger αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Flieger < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Flieger αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]