Stollen
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Stollen | die Stollen |
γενική | des Stollens | der Stollen |
δοτική | dem Stollen | den Stollen |
αιτιατική | den Stollen | die Stollen |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Stollen < μέση άνω γερμανική stolle < παλαιά άνω γερμανική stollo
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Stollen (de) αρσενικό
- (γλυκό) παραδοσιακό γερμανικό γλύκισμα με σταφίδες, καρύδια και άλλα φρούτα το οποίο παρασκευάζεται την περίοδο των Χριστουγέννων