↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Kennzeichen die Kennzeichen
γενική des Kennzeichens der Kennzeichen
δοτική dem Kennzeichen den Kennzeichen
αιτιατική das Kennzeichen die Kennzeichen

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Kennzeichen (de) ουδέτερο

  1. το γνώρισμα
  2. το διακριτικό

Συνώνυμα

επεξεργασία