↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Haar die Haare
γενική des Haars
Haares
der Haare
δοτική dem Haar
Haare
den Haaren
αιτιατική das Haar die Haare

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Haar (de), ουδέτερο

  1. η τρίχα
  2. η κώμη, τα μαλλιά
    Er hat schwarzes Haar. - Έχει μαύρα μαλλιά.

Εκφράσεις

επεξεργασία

auf/um ein Haar - παρά τρίχα, παραλίγο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Haar < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Haar αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Haar < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Haar αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]