Großeltern
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | — | die | Großeltern | |
γενική | — | der | Großeltern | |
δοτική | — | den | Großeltern | |
αιτιατική | — | die | Großeltern |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɡʁoːsˌɛltɐn/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
Großeltern (de) μόνο στον πληθυντικό
- (οικογένεια) παππούδες, η γιαγιά και ο παππούς μαζί