πτώσεις   ενικός     πληθυντικός  
ονομαστική   die Urgroßeltern
γενική   der Urgroßeltern
δοτική   den Urgroßeltern
αιτιατική   die Urgroßeltern

Ετυμολογία

επεξεργασία
Urgroßeltern < ur- (προ-) + Großeltern (παππούδες)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Urgroßeltern (de) μόνο στον πληθυντικό