Gemälde
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Gemälde | die | Gemälde |
γενική | des | Gemäldes | der | Gemälde |
δοτική | dem | Gemälde | den | Gemälden |
αιτιατική | das | Gemälde | die | Gemälde |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Gemälde < μέση άνω γερμανική gemælde < παλαιά άνω γερμανικά gimālidi[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɡəˈmɛːldə/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ge‐mäl‐de
Ουσιαστικό
επεξεργασίαGemälde (de) ουδέτερο
- (ζωγραφική) η ζωγραφιά, ο πίνακας ζωγραφικής
- ⮡ Gefällt dir dieses Gemälde?
- σου αρέσει αυτός ο πίνακας (ζωγραφικής);
- ※ Man darf Menschen nicht wie ein Gemälde oder eine Statue nach dem ersten Eindruck beurteilen, die haben ein Inneres, ein Herz, das ergründet sein will.
- Δεν πρέπει να κρίνεις τους ανθρώπους από την πρώτη εντύπωση όπως έναν πίνακα ζωγραφικής ή ένα άγαλμα, (οι άνθρωποι) έχουν έναν εσωτερικό κόσμο, μια καρδιά που θέλει να εξερευνηθεί.
- Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ, (1687), «Die Charaktere», γερμανική μετάφραση από Otto Flake ISBN:3458173390[2][3][4], αρχικός τίτλος: «Les Caractères : ou les mœurs de ce siècle», Απόδοση: το Βικιλεξικό.
- ⮡ Gefällt dir dieses Gemälde?