Cousine
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Cousine | die | Cousinen |
γενική | der | Cousine | der | Cousinen |
δοτική | der | Cousine | den | Cousinen |
αιτιατική | die | Cousine | die | Cousinen |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Cousine < (άμεσο δάνειο) γαλλική cousine [1] < λατινική consobrina [2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαCousine (de) θηλυκό
- (οικογένεια) η ξαδέρφη