Δείτε επίσης: cousine
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Cousine die Cousinen
γενική der Cousine der Cousinen
δοτική der Cousine den Cousinen
αιτιατική die Cousine die Cousinen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Cousine < (άμεσο δάνειο) γαλλική cousine [1] < λατινική consobrina [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈziːnə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Cousine (de) θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Cousine - Duden online.
  2. Cousine - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).