Consistorium
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Consistorium < υστερολατινική consistorium < λατινική consisto < con- + sisto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαConsistorium
- (εκκλησιαστικά λατινικά) χώρος συνέλευσης εκκλησιαστικών αξιωματούχων, κονκλάβιο