Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

consistorium < consisto < con- + sisto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

consistorium

  1. (υστερολατινικά) αίθουσα συνελεύσεων ή συνεδριάσεων (συνήθως με τον imperator/αυτοκράτορα)
  2. (υστερολατινικά) χώρος αναμονής υπηρετών
  3. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) Consistorium: χώρος συνέλευσης εκκλησιαστικών αξιωματούχων, κονκλάβιο

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική consistorium consistoria
γενική consistoriī & consistori consistoriōrum
δοτική consistoriō consistoriīs
αιτιατική consistorium consistoria
κλητική consistorium consistoria
αφαιρετική consistoriō consistoriīs
(β' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία