Bot
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Bot | die | Bots |
γενική | des | Bots | der | Bots |
δοτική | dem | Bot | den | Bots |
αιτιατική | den | Bot | die | Bots |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bot < robot
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Bot (de) αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο κάνει απλές αλλαγές (διορθώνει λάθη) σε μεγάλη κλίμακα
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bot < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bot αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bot < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bot αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]
Σλοβενικά (sl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bot < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bot αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Priimki (A-F), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (A-F), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [3]