Bewegung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bewegung | die | Bewegungen |
γενική | der | Bewegung | der | Bewegungen |
δοτική | der | Bewegung | den | Bewegungen |
αιτιατική | die | Bewegung | die | Bewegungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBewegung (de) θηλυκό