Abteilungsleiter
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Abteilungsleiter | die | Abteilungsleiter |
γενική | des | Abteilungsleiters | der | Abteilungsleiter |
δοτική | dem | Abteilungsleiter | den | Abteilungsleitern |
αιτιατική | den | Abteilungsleiter | die | Abteilungsleiter |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbteilungsleiter (de) αρσενικό (θηλυκό Abteilungsleiterin)